- ὡριαίας
- ὡριαίᾱς , ὡριαῖοςan hour longfem acc plὡριαίᾱς , ὡριαῖοςan hour longfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρονοταχύμετρο — το, Ν τεχνολ. είδος χρονογράφου που επιτρέπει την εκτίμηση τής ωριαίας ταχύτητας κινούμενου οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chronotachymetre < χρόνος + ταχύμετρο] … Dictionary of Greek